επιστημολόγος

επιστημολόγος
ο
αυτός που ασχολείται με την επιστημολογία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιστημολόγος — ο αυτός που ασχολείται με την επιστημολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστήμη + λόγος (< λέγω)] …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • επιστημολογικός — ή, ό [επιστημολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστημολογία …   Dictionary of Greek

  • Λιούις, Κλάρενς Ίρβινγκ — (Clarence Irving Lewis, Στόουνχαμ, Μασαχουσέτη 1883 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1964). Αμερικανός επιστημολόγος, φιλόσοφος και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1906 και το 1910 απέκτησε διδακτορικό τίτλο, εκπονώντας τη …   Dictionary of Greek

  • Μπασελάρ, Γκαστόν — (Gaston Bachelard, 1884 – 1962). Γάλλος φιλόσοφος, επιστημολόγος. Σπούδασε μαθηματικά, φυσική και φιλοσοφία. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Ντιζόν, από το 1930 έως το 1940, και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, από το 1940 έως το 1954, στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Μπρίτζμαν, Πέρσι Γουίλιαμς — (Percy William Bridgman, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1882 – Ράντολφ, Νιου Χαμσάιρ 1961). Αμερικανός επιστημολόγος και φυσικός. Οι στοχασμοί του για την κρίση της επιστημονικής σκέψης, ειδικά μετά την ανακάλυψη της σχετικότητας, τον οδήγησαν να… …   Dictionary of Greek

  • Παυανκαρέ, Ζιλ Ανρί — (Poincaré, Nανσί 1854 – Παρίσι 1912). Γάλλος μαθηματικός και επιστημολόγος. Από τα πλέον φωτισμένα μαθηματικά πνεύματα της εποχής του, ο Π. συνέβαλε θεμωλιωδώς σε όλους τους κλάδους των μαθηματικών· από την ανάλυση (θεωρία των συναρτήσεων) έως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”